Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

"ΟΙ ΠΙΤΣΙΡΙΚΟΙ" του Δημήτρη Ψαθά

Οι μικροί σαλταδόροι της Αντίστασης

Στα χρόνια της Κατοχής μια από τις μορφές αντίστασης ήταν η δράση των μικρών σαλταδόρων, οι οποίοι ανέβαιναν κρυφά σε κινούμενα συνήθως γερμανικά οχήματα από το πίσω μέρος της καρότσας μ' ένα "σάλτο" (πήδημα) και έκλεβαν τρόφιμα, λάστιχα αυτοκινήτου (συνήθως τη ρεζέρβα) και διάφορα άλλα χρήσιμα υλικά. Στη συνέχεια τα πετούσαν στο οδόστρωμα, από όπου τα μάζευαν τα υπόλοιπα μέλη της οργανωμένης παρέας.



Στο κείμενο αναφέρεται ένα δίστιχο από το λαϊκό τραγούδι η ρεζέρβα, που κυκλοφόρησε εκείνα τα χρόνια με θέμα τη δράση των σαλταδόρων. 








Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Παγκόσμια ημέρα ψωμιού

Ψωμί: ζυμωμένο με την ιστορία του ανθρώπου

                   Μια ιστορία 8.000 χρόνων








Σκύφος. Παράσταση του λιχνίσματος και του μετρήματος των σιτηρών στον αγρό. Cambridge(Mass.), Arthur M. Sackler Museum, Harvard University Art Museums, αρ.ευρ. 1960.321, 1958.19. Bequest of David M. Robinson (Φωτ. Μουσείου).

Περιγραφή

Στις δύο κύριες όψεις λιχνιστές εργάζονται γύρω από το σωρό των σιτηρών στο αλώνι, δίπλα σε μία ερμαϊκή στήλη. Στην α΄ όψη δύο άνδρες με καλάθια μεταφέρουν ή φορτώνουν τα αλωνισμένα σιτηρά και δίπλα τους ένας ιματιοφόρος άνδρας στηρίζεται σε βακτηρία και χειρονομεί. Ο σωρός ονοματίζεται θωμός και περιλαμβάνει τον καρπό και τα αλωνισμένα χοντρά άχυρα που δεν παρασέρνει εύκολα ο αέρας. Στη β΄ όψη απεικονίζεται ο νέος σωρός με το πρώτο λίχνισμα που αποτελείται από τους καθαρούς κόκκους του σιταριού, τους πυρούς, ενώ ο επόπτης της εργασίας είναι πιθανόν ο ιδιοκτήτης του αγρού. Στις δύο πλαϊνές όψεις του αγγείου απεικονίζεται αποθηκευτικός αμφορέας τον οποίο κρατά νέος άνδρας ο οποίος μετρώντας πιθανόν τα σιτηρά, με τον ογκώδη αμφορέα, κάνει τη δουλειά τουσιτομετρητή ή πυρομετρητή.

Βιβλιογραφία

Φριτζίλας Α. Σ., "Το λίχνισμα και το μέτρημα των σιτηρών στην αρχαία ελληνική τέχνη", 394-400, στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, 2ο Διεθνές Συνέδριο, Πρακτικά, Αθήνα 2006.



πηγή: http://www.tmth.edu.gr/aet/thematic_areas/p18.html 
ΑΕΤ

«Ο άρτος ημών ο επιούσιος»: διεπιστημονική-διαθεματική πρόταση διδασκαλίας


Επιλογή του θέματος
Αφορμή για την επιλογή του θέματος υπήρξαν η ανάλυση του παραμυθιού "Το πιο γλυκό ψωμί" στα πλαίσια του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α' Γυμνασίου σε συνδυασμό με τον εορτασμό της παγκόσμιας ημέρας άρτου και τη συμμετοχή των μαθητών σε εκδήλωση της συντεχνίας αρτοποιών της πόλης μας.

Γενικός σκοπός
Να γνωρίσουν τα παιδιά το ψωμί, να καταλάβουν τη σημασία του ως βασικό είδος διατροφής και την άμεση σύνδεσή του με την ίδια τη ζωή και να ανακαλύψουν τις σχέσεις και συναρτήσεις που έχει το συγκεκριμένο θέμα με πλήθος σχολικών μαθημάτων (Tεχνολογία, Ιστορία, Νεοελληνική Γλώσσα, Λογοτεχνία, Μουσική, Καλλιτεχνικά, Οικιακή οικονομία, Θρησκευτικά).

Στόχοι

  • Οι μαθητές να γνωρίσουν το αναγκαίο και καθημερινά απαραίτητο είδος διατροφής, το ψωμί.
  • Να κατανοήσουν ότι για να φτάσει στο τραπέζι μας χρειάστηκαν να δουλέψουν πάρα πολλοί άνθρωποι σε διαφορετικό τόπο και χρόνο.
  • Να συνειδητοποιήσουν ότι ενώ σήμερα η προμήθειά του είναι πανεύκολη από τον φούρνο της γειτονιάς μας, λίγο πιο παλιά χρειαζόταν πολύ κόπο και χρόνο για να φτάσει στο τραπέζι της οικογένειας.
  • Να γνωρίσουν τον τρόπο καλλιέργειας και τις μεθόδους αλευροποίησης των σιτηρών, του ζυμώματος και ψησίματος του ψωμιού στην προβιομηχανική περίοδο.
  • Να ενημερωθούν για τα είδη ψωμιού που κυκλοφορούν στο εμπόριο και την θρεπτική αξία του καθενός από αυτά, να γνωρίσουν τον τρόπο και τον τόπο παρασκευής τους, τους ανθρώπους που απασχολούνται στα διάφορα στάδια παραγωγής- από το κτήμα έως το αρτοποιείο- καθώς και τις δυσκολίες που συναντούν στο έργο τους.
  • Να εξακριβώσουν ότι η διαδικασία παραγωγής του δεν είναι πρόσφατη και να ανακαλύψουν ότι στον ελλαδικό χώρο έχει ιστορία 8.000 χρόνων π. Χ.
  • Να συνειδητοποιήσουν ότι η καλλιέργεια των σιτηρών έφερε τεράστια αλλαγή στους ανθρώπους, αφού τους μετέτρεψε από κυνηγούς – συλλέκτες, σε παραγωγούς τροφής και τους έδωσε την ικανότητα να κατοικήσουν μόνιμα σε κάποιες περιοχές, δημιουργώντας έτσι τις πρώτες πολιτισμένες κοινωνίες.


ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Νεοελληνική Γλώσσα
σύνταξη ερωτηματολογίων
ανάλυση-σύνθεση κειμένου
εύρεση παροιμιών και φράσεων

Ιστορία  
 ιστορία του ψωμιού (παρασκευή ψωμιού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα)
ιστορικές μαρτυρίες για την παρασκευή του ψωμιού


Λογοτεχνία
λογοτεχνικά κείμενα σχετικά με το ψωμί

Τεχνολογία
τεχνικές άλεσης δημητριακών
εξέλιξη της τεχνολογίας: από τους νερόμυλους στους σύγχρονους αλευρόμυλους

Καλλιτεχνικά
πίνακες ζωγραφικής
ζωγραφικής
συλλογή φωτογραφιών

Μουσική 
δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στο ψωμί

Γεωγραφία
περιοχές καλλιέργειας δημητριακών
τύποι ψωμιού ανά τον κόσμο

Οικιακή οικονομία
παρασκευή ψωμιού
ποικιλίες
διατροφική αξία ψωμιού

Θρησκευτικά
το ψωμί και η σημασία του στον εκκλησιαστικό βίο




ΣΧΕΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 

Το βάφτισμα, Δημήτρης Χατζής


Δυο μέρες τώρα μάνα και γιος αλωνίζανε μοναχοί τους —γερασμένη κιόλας εκείνη, το παιδί δεν είχε πατήσει τα δεκατρία. Το παιδί γύριζε με τη φοράδα στ’ αλώνι, η μάνα ερχόταν, μάζευε τον καρπό, μάζευε το σανό. Η χρονιά ήταν κακή, το γέννημα λιγοστό και πλαγιασμένο. Και χρεω-μένο. Ο πατέρας τη δεύτερη μέρα απ’ τ’ αλώνισμα τους άφησε κι έφυγε. Παρακάτω απ’ το χωριό είχαν αρχίσει και φτιάχνανε πάλι τους δρόμους κι οι χωριάτες, όσοι μπορούσαν, τελειώνοντας με το θέρισμα, άφηναν τις άλλες δουλειές στις γυναίκες και τα παιδιά τους και κατεβαίναν εκεί — για τα μεροκάματα. Έτσι κάναν κάθε καλοκαίρι. Και πήγε κι αυτός, ο πατέρας.
Το πρώτο βράδυ που γύρισε πίσω, το παιδί κοιμότανε κιόλας αποσταμένο δίπλα στο σβησμένο τζάκι. Πήγε κοντά, στάθηκε ορθός και το κοί-ταξε μια φορά. Γύρισε τα μάτι του, κοίταξε και τη γυναίκα. Αυτή του ‘γνεψε με το κεφάλι κουνώντας το καναδυό φορές πάνω και κάτω — ήθελε να του πει, ναι. Έκατσε να φάει, σήκωσε τα μάτια του και πάλι κοίταξε τη γυναίκα.
— Και πώς τα πήγε;
— Αψύ παιδί... Και φιλότιμο.
Αυτός σκούπισε τα μουστάκια του, για να κρύψει το χαμόγελο.
— Απόστασε κι αυτό και την παίδεψε και τη φοράδα πολύ.
— Τη φοράδα — όχι.... Μην τον αφήνεις.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι:
Και τι να του κάνω; Όλη μέρα ασταμάτητα... Με το ζόρι να τον σταματήσω για το ψωμί.
Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και πάλι σκούπισε τα μουστάκια του.
— Μα τη φοράδα — όχι. Μην τον αφήνεις... Και τα κατάφερε;
— Όλα για σένα... Να σ’ ευχαριστήσει.
— Και το πουλάρι;
— Ε, τι θέλεις εσύ. Από πίσω κι αυτό.
— Κι αλωνίζει κι αυτό;
— Παίζει, μωρέ.
ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και δε σκούπισε αυτή τη φορά τα μουστάκια του. Καλά ήταν έτσι. Και τ’ αλώνισμα με τη φοράδα και το παιδί — και το μεροκάματο το δικό του στο δρόμο. Έπεσε δίπλα στο παιδί και κοιμήθηκε ευχαριστημένος.
Το δεύτερο βράδυ γυρίζοντας ξαναβρήκε το παιδί κοιμισμένο. Ξαναστάθηκε και το κοίταξε λίγο. Κοίταξε και τη γυναίκα, μα δεν είπε τίποτα. Έκατσε να φάει και πάλι δε ρώτησε τίποτα. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε κοντά της. Κάτι είχε στο νου του• συλλοή, στενοχώρια. Η γυναίκα δε μίλησε, περίμενε.
— Και πώς τα πήγατε;
Η γυναίκα σήκωσε τις πλάτες.
— Και πότε λες να τελειώσετε;
— Ξέρω; Πέντε μέρες ακόμα;
Σώπασαν.
— Θα σας πάρω, λέω, τη φοράδα, είπε τέλος αυτός.
—Για το δρόμο;
— Είπαν, θέλουν και κάρα... Πέντε μέρες όσο να τελειώσετε εσείς — πέντε μεροκάματα για τη φοράδα, άλλα πέντε το κάρο...
— Και στ’ αλώνι;
Την κοίταξε στα μάτια. Γύρισε κοίταξε και το παιδί που κοιμόνταν.
— Το πουλάρι.
— Μικρό δεν είναι ακόμα, Βαγγέλη;
— Θα βαστάξει, βαστάει αυτό...
— Κι αδοκίμαστο ακόμα κι ακαπίστρωτο... κι ακαλλίγωτο, μουρμούρισε η γυναίκα... Αυτό είναι να παίζει μονάχα...
— Δε θα παίζει όλο τον καιρό...
— Και ζάπι ποιος θα το κάνει;
— Από μένα καλύτερα αυτός.
Δε μίλησαν άλλο. Ο πατέρας έπεσε δίπλα στο παιδί κι αποκοιμήθηκε γρήγορα. Η γυναίκα είχε ακόμα δουλειές. Τέλειωσε. Κατέβηκε τότε και στο κατώι, έβαλε φρέσκο σανό στη φοράδα, έβαλε και στο πουλάρι. Καθώς γύρισε και την κοίταξε, τ’ άρπαξε το κεφάλι και το ‘σφιξε μια φορά πάνω στα μαραμένα της στήθια. Όταν ανέβηκε πάνω, πήγε και στο παιδί που κοιμόταν, το χάιδεψε κι αυτό μια φορά.
Το πρωί ο πατέρας έζεψε τη φοράδα στο κάρο. Το παιδί στεκότανε δίπλα του με το μακρύ καμουτσίκι στα χέρια. Πίσω του πάλι το πουλάρι. Όλο το καλοκαίρι έτσι πήγαινε πίσω του σαν το μανάρι, σαν το ζαγάρι. Το παιδί σηκωνόταν από το χάραμα, κατέβαινε στο κατώι και το ‘βγαζε έξω. Το ‘παιρνε και το τραβούσε για το λιβάδι, για το βουναλάκι να το βοσκήσει, μα περνούσε πάντα μέσ’ απ’ τα χωράφια. Κάθε τόσο σταματού-σε, κοίταζε γύρω, πηδούσε μέσα στ’ αραποσίτια, του ‘κοβε ένα αγίνωτο καλαμπόκι και του το ‘δινε στο στόμα. Το πουλάρι κατάπινε το χλωρό καρπό και γυρνούσε τα στρογγυλά του μάτια και το κοιτούσε. Τότε το παιδί δε μπορούσε να μην του κλέψει κι άλλο. Τ’ απόγεμα το ‘παίρνε πάλι να το κατεβάσει στο ρέμα να το ποτίσει:
— Να το καβαλήσω, πατέρα;
— Όχι, ακόμα είναι μικρό...
— Αυτό, πατέρα;
— Σε σκότωσα.
Δεν το καβαλίκευε εκεί. Το πότιζε στο ρέμα, ύστερα ξαπλωνόταν ανάσκελα. Το πουλάρι δίπλα του σκάλιζε με το μπροστινό του ποδάρι τις πέτρες• γιατί να στέκονται εκεί; Τότε το καβαλούσε, χωρίς καπίστρι, χωρίς τίποτα και τραβούσε πέρα, πίσω απ’ το βουναλάκι να μην τους ιδούνε. Κάποτε αργούσαν, χανόντανε μαζί• βράδιαζε και δεν είχαν γυρίσει. Η μάνα έβγαινε τότες στην πόρτα, κοίταζε γύρω• πού χαθήκανε πάλι;
— Στέργιο, φώναζε. Γύριζε το παιδί το κεφάλι, στύλωνε και το πουλάρι τ’ αυτιά του. Τ’ ακούγανε τ’ όνομα και τα δυο.
Όταν θερίζανε το χωράφι, το παιδί τους έφερνε το ψωμί, τους κουβαλούσε νερό, βοηθούσε τη μάνα του στο δεμάτιασμα. Και το πουλάρι από πίσω. Σα σταματούσανε καμιά φορά τη δουλειά, πηδούσε ξαφνικά, τ’ άρπαζε το λαιμό, κρεμόταν στο στήθος του και το ‘σφιγγε, το ‘σφιγγε όσο που ν’ αρχίσει κι αυτό να τινάζεται και να σηκώνεται ολόρθο στα πισινά του ποδάρια. Τότε χαιρότανε.
— Κοίτα πατέρα...
Κοίτα τώρα στ’ αλώνι, μην το παιδέψεις πολύ, είπε ο πατέρας.
— Εγώ πατέρα;
— Σιγά να το πας... Είναι αμάθετο ακόμα...
Ο πατέρας τράβηξε τον καρόδρομο ανάμεσα στα χωράφια, το παιδί πήρε τον ανήφορο για τ’ αλώνι. Το πουλάρι γύρισε, κοίταξε μια φορά τη φοράδα κι ύστερα έτρεξε πίσω του και στάθηκε δίπλα στ’ αλώνι. Το παιδί το χάιδεψε στο λαιμό. Του πέρασε το καπίστρι. Αυτό τέντωσε τα ρου-θούνια, τινάχτηκε λίγο, το δέχτηκε. Το ‘δεσε στο στειλιάρι τ’ αλωνιού και χάρηκε που μήτε εκεί δε στενοχωρήθηκε και πολύ. Μπήκε μπροστά του, χωρίς να πάρει την τριχιά απ’ το καπίστρι.
— Άιντε, Στέργιο...
Άρχισε να τρέχει γύρω τ’ αλώνι, όλο κοιτάζοντας πίσω του. Το πουλάρι κίνησε, έτρεξε και κείνο πίσω του, μια φορά, δυο φορές, ύστερα στά-θηκε• δεν τ’ άρεσε το παιχνίδι. Σταμάτησε και το παιδί. Πήγε κοντά, του χάιδεψε το λαιμό και ξαναξεκίνησε κοιτάζοντας πάντοτε πίσω του. Το πουλάρι δε σάλεψε, πολεμούσε να δαγκώσει το καπίστρι. Το παιδί γέλασε, πήγε πάλι κοντά του.
— Κοίτα, Στέργιο... Πόσα δεμάτια. Και ποιος θ’ αλωνίσει;
Πήρε την τριχιά στα χέρια του και ξαναξεκίνησε. Ξεκίνησε πίσω και το πουλάρι. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλότερα, άναψε ολόγυρα η πέτρα, έκαιγε ο τόπος. Παιδί και πουλάρι μουσκευτήκανε στον ιδρώτα. Κάθε φορά που το πουλάρι σταματούσε, ζοριζόταν και τσίναγε με τα λουριά και τα σκοι-νιά τ’ ασυνήθιστα, το παιδί τραβούσε δυνατότερα την τριχιά. Ερχόταν τότες και κείνο. Η δουλειά πήγαινε σιγά. Οι ώρες περνούσαν κι ούτε τα πρώτα δεμάτια δεν είχαν τελειώσει.
Το παιδί σταμάτησε, σταμάτησε και το πουλάρι και παιδευότανε πάλι να λευτερώσει το κεφάλι του. Το παιδί σκούπισε τον ιδρώτα απ’ τα μάτια του, σκούπισε και το πουλάρι με τα μπράτσα του. Έκατσε λίγο στην άκρη απ’ τ’ αλώνι. Δυο μέρες με τη φοράδα δεν το ‘χε νιώσει καθόλου πως δούλευε. Τρεις ώρες μονάχα και το κορμί του σουβλιζότανε τώρα, η πλάτη του πονούσε απ’ το τράβηγμα, το δεξί του χέρι ξεράθηκε...
Σηκώθηκε, μάζεψε τον καρπό, έριξε καινούρια δεμάτια, πήρε την τριχιά και μπήκε πάλι μπροστά.
— Έλα, Στέργιο μου... έλα.
Το πουλάρι πήγε και κείνο γοργά. Ένα αγεράκι φύσηξε απ’ το βουνό, δρόσισε λίγο, το πουλάρι πήγαινε τώρα μοναχό του. Το παιδί ένιωσε την πλάτη του ν’ αλαφρώνει. Τ’ άφησε να τρέχει και στάθηκε δίπλα.
— Άιντε, Στέργιο... Στέργιο μου...
Το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του, το παιδί έτρεχε δίπλα του.
— Στέργιο... Στέργιο... Κοίτα, πατέρα.
Και πήγαινε και το πουλάρι γοργά και χαιρότανε, όλο χαιρότανε πλιότερο το παιδί. Ύστερα πήγε από πίσω, όπως πήγαινε δυο μέρες με τη φοράδα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα, από χαρά κι από περηφάνια. Η δουλειά πήγαινε γοργά, σε λίγο θα χρειάζονταν καινούρια δεμάτια. Και ξαφνικά το πουλάρι σταμάτησε.
— Άιντε, Στέργιο...
Τίποτα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα. Το πουλάρι δε σάλεψε. Το σήκωσε ψηλά μ’ όλη τη δύναμή του και το κατέβασε στ’ α-ναμμένα καπούλια. Μια φορά, δυο φορές. Το πουλάρι τινάχτηκε ξαφνιασμένο, έκανε μια να σηκωθεί στα πισινά του ποδάρια, φρούμαξε —σκοινιά, λουριά το πνίξαν— απόμεινε στο ζυγό κι έτρεμε ολόβολο. Το παιδί είδε το γυαλιστερό του τρίχωμα ν’ αυλακώνεται πάνω στο ιδρωμένο κορμί —δυο βαθιές χαρακίλες— κι απόμεινε με το χέρι υψωμένο. Πέταξε το καμουτσίκι στα στάχυα, έτρεξε και τ’ αγκάλιασε το στήθος. Το που-λάρι χαμήλωσε το κεφάλι του και το ‘τριψε πάνω στο δικό του. Και τότε το παιδί δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα. Το ‘σφιγγε, σφιγγότανε πάνω στο στήθος του κι έκλαιγε με λυγμούς.
Ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Το κάμα δυνάμωνε. Το παιδί ξαναπήρε το καμουτσίκι στα χέρια και μπήκε πάλι από πίσω. Δεν έκλαιγε πια.
— Άιντε, Στέργιο.
Τ’ άλογο έσκυψε μια φορά τ’ ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε πάνω στα στάχυα.
—Ει-χω, φώναξε το παιδί κι η φωνή του ήταν χαρούμενη κι άγρια.
Είχαν βαφτιστεί και τα δύο.


ΤΟ ΨΩΜΙ
(Ο Μίλτος Σαχτούρης εμπνεύστηκε  το ποίημα αυτό από την πείνα της Κατοχής.)  
   
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτή
μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πήγαιναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!

Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό. 


Θεόφιλος

«Μέγα Αρτοποιείον Γεωργίου Παναγιώτου Κοντουφούρναρη.
Εκ Θεσσαλίας της Πρωτευούσης Λαρίσσης» (1933)

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Αποδοχή και διαχείριση της διαφορετικότητας

Τι είναι διαφορετικότητα;
Κάθε μορφής διαφορά που μπορεί να αποτελέσει κριτήριο αποκλεισμού.






Στην καθημερινή μας ζωή συναντάμε διάφορες μορφές "φανερού" ή "κρυφού" ρατσισμού. Πολλές φορές, όμως, προσποιούμαστε ότι δεν τις βλέπουμε. Είναι αυτό που αποδίδεται με το αγγλικό μεταφορικό ιδίωμα ''elephant in the room'' για μια φανερή αλήθεια η οποία είτε αγνοείται είτε δεν αντιμετωπίζεται. Ή ακόμα για ένα φανερό πρόβλημα που κανείς δε θέλει να συζητήσει. Είναι βασισμένη στην ιδέα ότι θα ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητος ένας ελέφαντας σε ένα δωμάτιο. 'Έτσι οι άνθρωποι που προσποιούνται ότι ο ελέφαντας δεν είναι εκεί έχουν επιλέξει να αποφύγουν να ασχοληθούν με ένα ολοφάνερο και σημαντικό θέμα. Ο ελέφαντας όμως μας φωνάζει: "Είμαι εδώ. Μη με αγνοείτε!"