Κυριακή 24 Απριλίου 2016

"ΓΑΛΗΝΗ" του Ηλία Βενέζη

Ηλίας Βενέζης (Αϊβαλί 1904 - Αθήνα 1973)




Ο Ηλίας Βενέζης γεννήθηκε το 1904 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά τον πρώτο διωγμό του 1914 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Επέστρεψαν στην Μικρά Ασία για να την εγκαταλείψουν οριστικά πλέον το 1922.
Ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο: πιάστηκε από τους Τούρκους και στάλθηκε μαζί με 3.000 ακόμη Έλληνες Μικρασιάτες  στα τρομερά Τάγματα Εργασίας για 14 μήνες. Ήταν ένας από τους 23 αιχμαλώτους-επιζώντες της ομάδας του.
Από εκεί εμπνεύστηκε το πρώτο του μυθιστόρημα “ΝΟΥΜΕΡΟ 31328”.
Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη όπου έζησε μερικά χρόνια μέχρι την οριστική εγκατάσταση του στην Αθήνα. Έγραψε πολλά σπουδαία έργα και έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Πέθανε το 1973 και τάφηκε στην Μυτιλήνη, που την θεωρούσε σαν δεύτερη πατρίδα του. Στον τάφο του, στο νεκροταφείο του μολύβου, γράφει μόνο την λέξη “ΓΑΛΗΝΗ”.

Ο ξεριζωμός των Φωκιανών και η εγκατάστασή τους στη νέα τους πατρίδα έγινε αφορμή για να γραφτεί ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα. Η "Γαλήνη" του Ηλία Βενέζη που εκδόθηκε το 1939, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και βρήκε μεγάλη ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό, αποτελεί σημείο αναφοράς για τους απανταχού Φωκιανούς.
Ο Ηλίας Βενέζης ερχόταν συχνά στην Παλαιά Φώκαια της Αττικής, γνώρισε από κοντά τους Φωκιανούς πρόσφυγες και άντλησε πολλές πληροφορίες από τις αφηγήσεις τους. Μάλιστα ο αδελφός του συγγραφέα, ήταν παντρεμένος με τη Φωκιανή, Ελένη Νικολαΐδου (διάσημη μεσόφωνος στην όπερα κατά τον περασμένο αιώνα).
Όσον αφορά στον τίτλο, Γαλήνη είναι το ποθητό αγαθό που επιδιώκουν οι ταλαιπωρημένοι και πανταχού γυρισμένοι πρόσφυγες της Φωκίδας της Μικρασίας, οι οποίοι ποθούν να βρούνε την ηρεμία, τη σταθερότητα, την ασφάλεια στο μέρος που τελικά τους φέρνουν με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης και να "ξαναστήσουν " τις ζωές τους από την αρχή. Ωστόσο, όσο κι αν πρόκειται για ένα απλό φαινομενικά ζητούμενο που δεν προσκρούει στα θέλω και τις φιλοδοξίες του συνηθισμένου ανθρώπου,  δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι πρόκειται για μία κατάσταση που δύσκολα μπορεί να βρει ο άνθρωπος είτε λόγω του ανικανοποίητου της ανθρώπινης φύσης είτε λόγω των εξωτερικών συνθηκών. Κάπως έτσι λοιπόν, θα συμβούν τα πράγματα και σε αυτό το βιβλίο.

Πού όμως διαδραματίζονται όλα αυτά; Στην Ανάβυσσο. Είναι ένας τόπος σε κάποιον απόμερο κόρφο του Σαρωνικού. Άλλοτε εκεί ήταν το μέρος όπου οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής βάζανε τους νεκρούς τους να αναπαυτούνε. Τώρα κανένας δημόσιος δρόμος δεν οδηγεί σε αυτόν τον τόπο. Ο οδοιπόρος εδώ δε θα βρει ούτε ένα δέντρο. Σκίνα μονάχα βρίσκονται, αγκάθια, βούρλα και άμμος. Χέρια ανθρώπου από πολλούς αιώνες δεν όργωσαν το χώμα. Μέσα από τούτο το πέρασμα βλέπει κανείς στο βάθος τη γαλανή γραμμή της Πελοποννήσου, της Αίγινας και της Ύδρας. Ένα μονοπάτι μπορεί να φέρει τον Οδοιπόρο στην ακρογιαλιά της Ανάβυσσου μέχρι τις Αλυκές, μοναδικό σημάδι πως υπάρχει ζωή σε τούτην την ανθρώπινη ερημιά.
   Εδώ λοιπόν φτάνει ξαφνικά ένα κοπάδι ανθρώπων ένα πρωινό του Ιουλίου του 1923 στηρίζοντας όλες τις ελπίδες του για μια νέα ζωή  μετά την μάταιη και άσκοπη περιπλάνησή τους στις περιοχές της Πελοποννήσου. Το μόνο που αρχικά ζητάνε; Λίγο νερό. Καταφέρνουν βέβαια να βρούνε άφθονο στο τρίτο πηγάδι που θα συναντήσουν. Κι ενώ η εύρεση νερού εξασφαλίζει κάπως το όνειρό τους, οι δυσκολίες είναι τόσες πολλές που κάμπτει συχνά το ηθικό κυρίως χαρακτήρων όπως της κυρίας Ειρήνης Βένης- αδύναμων, καθόλου δουλεμένων στην καθημερινή βιοπάλη και συχνά με το αίσθημα του αδικημένου ανθρώπου από τα δεινά της ζωής.








Οι φωκιανοί έρχονται στη γη της Αναβύσσου. Οι βοσκοί που έχουν τα χειμαδιά τους στην περιοχή τους απειλούν για να τους διώξουν. Οι αρχαιοκάπηλοι που δρουν στην περιοχή τους βλέπουν με μισό μάτι. Οι πρόσφυγες αρχίζουν να ξεχερσώνουν τον τόπο. Ο Φώτης Γλάρος, σκάβοντας στο χωράφι του, βρίσκει ένα άγαλμα κούρου. Οι αρχαιοκάπηλοι του το κλέβουν. Το νερό της μεγάλης πλημμύρας παίρνει την γυναίκα του. Αυτός όμως δεν το βάζει κάτω, ξαναπαντρεύεται μια γυναίκα από το πάνω χωριό, όπου έχουν εγκατασταθεί κυρίως πρόσφυγες από την Καππαδοκία, φτιάχνει μια βάρκα, κλέβει αλάτι από τις αλυκές που λειτουργούν στην Ανάβυσσο, και αρχίζει εμπόριο με την Αίγινα.