Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Ενσυναίσθηση

Ενσυναίσθηση είναι η συναισθηματική ταύτιση με ένα άλλο άτομο. Η αναγνώριση και η κατανόηση της θέσης, του συναισθήματος, των σκέψεων ή της κατάστασης κάποιου άλλου.


Πόσο μπορώ να μπω στη θέση του άλλου, να κατανοήσω όσα μου λέει και το πώς αισθάνεται και να τον βοηθήσω, δίνοντας έμφαση στα δικά του προβλήματα και στη δική του οπτική;

 Ένα άτομο που χρησιμοποιεί την ενσυναίσθηση μπορεί να αναγνωρίσει, να αντιληφθεί και να αισθανθεί αυτό που αισθάνεται ένα άλλο άτομο. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να βάλει τον εαυτό του στη θέση του άλλου, να κατανοήσει τη συμπεριφορά του και να αναγνωρίσει τα κίνητρά της.
 Να δει δηλαδή τον κόσμο μέσα από τα μάτια του. 

Η έννοια της ενσυναίσθησης αρχίζει με την αντίληψη των συναισθημάτων των άλλων. Θα ήταν πιο εύκολο να αντιληφθούμε τα συναισθήματα των άλλων αν εκείνοι απλά μας τα έλεγαν, αν βέβαια τα γνώριζαν. Επειδή όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το κάνουν, πρέπει εμείς να τους ρωτήσουμε, να καταλάβουμε τα υπονοούμενά τους, να μαντέψουμε και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη μη λεκτική επικοινωνία τους. Οι εκφραστικοί άνθρωποι γίνονται κατανοητοί πιο εύκολα, επειδή τα μάτια και οι εκφράσεις του προσώπου τους μας βοηθούν να καταλάβουμε πώς αισθάνονται.


Η ενσυναίσθηση φέρνει τους ανθρώπους κοντά, τους βοηθά να καταλάβουν ο ένας τον άλλον. Με αυτό τον τρόπο αναπτύσσεται αμοιβαίος σεβασμός. Όταν κάποιος ακούει με ενσυναίσθηση δεν ακούει απλά το συνομιλητή του. Κάνει κάτι περισσότερο: αντιδρά σε αυτόν με τρόπο με τον οποίο αναπτύσσει αμοιβαία κατανόηση και εμπιστοσύνη. Μπορεί έτσι να αντιληφθεί και να ερμηνεύσει το μήνυμα του συνομιλητή του, δίνοντας συνάμα την πιο κατάλληλη απάντηση. Η απάντηση αυτή μπορεί να αποτελέσει βασικό στοιχείο της επικοινωνίας.

Για να είναι κάποιος καλός ακροατής, πρέπει να αφήνει το συνομιλητή του να καθοδηγεί τη συζήτηση. Να τον ακούει με προσοχή και να μην τον διακόπτει, προσφέροντας παράλληλα λεκτικές και μη λεκτικές ενδείξεις ότι τον παρακολουθεί.

Οι πολλές ερωτήσεις από την πλευρά του ακροατή δεν βοηθούν, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος η συμπεριφορά αυτή να εκληφθεί σαν ανάκριση από το συνομιλητή του. Οι τυποποιημένες φράσεις επίσης, όπως «δεν πειράζει» ή «όλα θα περάσουν», δεν προάγουν την επικοινωνία. Τελείως άχρηστες επίσης είναι οι αυτοαναφορικές περιγραφές όπως «θυμάμαι που αυτό συνέβη και σ’ εμένα» ή «κάτι παρόμοιο έχει συμβεί σε ένα συγγενή μου», καθώς και η αλλαγή του θέματος.

Ενσυναίσθηση σημαίνει πως μέσα σε μια σχέση είμαι πρόθυμος και έχω την ικανότητα να ακούσω τον άλλο, να αφουγκραστώ τα δικά του συναισθήματα, το δικό του τρόπο θέασης των πραγμάτων, τη δική του οπτική και το δικό του τρόπο ερμηνείας της εκάστοτε κατάστασης. Έχω αναπτυγμένες ικανότητες ενσυναίσθησης σημαίνει ότι ακούω τον άλλο και προσπαθώ να τον καταλάβω «μπαίνοντας» εκείνη τη στιγμή στη θέση του, αλλά και όταν μιλάω στον άλλο, «μπαίνω» στη θέση του για να δω πώς μπορεί να νιώθει με όσα του λέω. Είναι εύκολο να κατηγορώ τον άλλο, να ασκώ κριτική στον άλλο, να τον υποτιμώ ή να τον περιθωριοποιώ, όμως, πώς νιώθει ο άλλος; Αν εγώ ήμουν στη δική του θέση πως θα ένιωθα;
Μπαίνω στη θέση του άλλου δεν σημαίνει ότι είμαι ο άλλος, ούτε ότι χάνω τη δική του ακεραιότητα της ύπαρξής μου και της προσωπικότητάς μου. Ωστόσο, αυτό με βοηθάει να κατανοήσω καλύτερα τον άλλο.



Με κανέναν άνθρωπο δεν έχουμε τις ίδιες εμπειρίες, τα ίδια βιώματα, τον ίδιο ακριβώς τρόπο σκέψης και δεν νιώθουμε τα ίδια συναισθήματα… ωστόσο, μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα προς το δικό του μέρος και εν μέρει να «ταυτιστούμε» συναισθηματικά μαζί του, να δούμε την κατάσταση με τα δικά του μάτια, από τη δική του οπτική γωνία. Ακούω τον άλλο και κατανοώ όσα μου λέει, δεν μ’ ενδιαφέρει να ασκήσω κριτική σε όσα μου λέει, ούτε ως αυθεντία να τον συμβουλεύσω.

Πηγές: